Πάντα έψαχνες κάτι απροσδιόριστο. Κάποια στιγμή το προσδιόρισες: τη θέση σου στη ζωή. Παρασύρθηκες, όπως ένα φύλλο στο νερό, από όλα τα φαντασμαγορικά αυτού του κόσμου, καλά ή μη. Όλα ήταν πολλά, για το νεανικό μυαλό σου.
Άρχισες να διαχωρίζεις, να επιλέγεις, να χαράσσεις τη δική σου πορεία, μα δεν ήταν ποτέ δική σου. Ό,τι έβρισκες ήταν ξένο. Το έκανες δικό σου πιστεύοντας πως ήταν αυθεντικό.
Στην πορεία άρχισες να σχηματίζεις "δικές σου" αλήθειες, μα ήταν πάντα δανεικές, εξωτερικές, ελκυστικές. Δεν το καταλάβαινες, μα τις στήριζες, τις προσωποποιούσες και τις αφομοίωνες. Δεν έβλεπες το σκοτάδι γιατί είχες ανάγκη να βλέπεις το φως. Δεν κατάλαβες πόσο ευάλωτη γινόσουν, πόσο προκαλούσες το σκοτάδι να σε επισκεφθεί.
Άρχισες να διαχωρίζεις, να επιλέγεις, να χαράσσεις τη δική σου πορεία, μα δεν ήταν ποτέ δική σου. Ό,τι έβρισκες ήταν ξένο. Το έκανες δικό σου πιστεύοντας πως ήταν αυθεντικό.
Στην πορεία άρχισες να σχηματίζεις "δικές σου" αλήθειες, μα ήταν πάντα δανεικές, εξωτερικές, ελκυστικές. Δεν το καταλάβαινες, μα τις στήριζες, τις προσωποποιούσες και τις αφομοίωνες. Δεν έβλεπες το σκοτάδι γιατί είχες ανάγκη να βλέπεις το φως. Δεν κατάλαβες πόσο ευάλωτη γινόσουν, πόσο προκαλούσες το σκοτάδι να σε επισκεφθεί.